σταδιαῖον

σταδιαῖον
σταδιαῖος
a stade long
masc acc sg
σταδιαῖος
a stade long
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σταδιαίος — αία, ον, ΜΑ αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος ενός σταδίου (α. «τὸ τῆς ἡλικίας σταδιαῑον», Νικ. Χων. β. «καθ οὗ βάθος εἶναι τὸ μέχρι θαλάττης σταδιαῑον», Πολ. γ. «πυραμίδες σταδιαῑαι τὸ ὕψος», Διόδ. δ. «σταδιαῑος δρόμος», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • σόσσος — Αγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν διάκονος και καταγόταν από την Ιταλία. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284 305) στην πατρίδα του, μαζί με τον επίσκοπο Ιανουάριο, τους συμπατριώτες του και συναδέλφους του Ακούστιο, Ευτύχιο και Πρόκλο κι τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”